Γεωργιάδης Αχιλλέας Ρευματολόγος
Πρόκειται για ένα αρκετά συχνό σύνδρομο, ιδιαίτερα ενοχλητικό, που εκδηλώνεται σαν έντονη
ενόχληση, χωρίς πόνο, στα κάτω άκρα, η οποία δεν παρέρχεται παρά μόνο εάν ο ασθενής κινήσει
τα πόδια του.
Εμφανίζεται συχνότερα όταν το άτομο είναι σε ακινησία ή κατά τη διάρκεια που πάει να
κοιμηθεί και προκαλεί αϋπνία και έντονο stress.
Παρά τα χαρακτηριστικά του συπτώματα, τις περισσότερες φορές δεν αξιολογείται σοβαρά από
ασθενείς και γιατρούς, παρόλο που στην εξέλιξή του μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά
προβληματα, σωματικά και ψυχολογικά.
Η συχνότητά του κυμαίνεται από 5-15% στον γενικό πληθυσμό και αφορά περισσότερο γυναίκες
σε αναλογία 2:1 με τους άνδρες. Μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και σε
παιδιά, αλλά η συνηθισμένη ηλικία προσβολής είναι μεταξύ 30 και 50 ετών.
Υπάρχουν μελέτες που τονίζουν ότι το 40% περίπου των ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο
εμφάνισαν τα πρώτα συμπτώματα πριν από την ηλικία των 20 ετών.
Το αίτιο που το προκαλεί είναι ακόμη άγνωστο. Φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο κληρονομικό
υπόστρωμα, διότι αφενός έχουν βρεθεί πολλές οικογένειες που τα μέλη τους έχουν τάση
εμφάνισης του συνδρόμου και αφετέρου έχουν απομονωθεί κάποια χρωμοσώματα (12q, 14q, 9p
κα), που είναι κοινά στα άτομα που πάσχουν από αυτό.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν πρόβλημα στην ευαισθησία των
υποδοχέων ντοπαμίνης στο εγκέφαλο, οι οποίοι μάλλον ανεπαρκούν, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι
στα άτομα αυτά υπάρχει πρόβλημα διακίνησης της σεροτονίνης στο εγκεφαλικό στέλεχος.
Πρόκειται για ένα αρκετά συχνό σύνδρομο, ιδιαίτερα ενοχλητικό, που εκδηλώνεται σαν έντονη
ενόχληση, χωρίς πόνο, στα κάτω άκρα, η οποία δεν παρέρχεται παρά μόνο εάν ο ασθενής κινήσει
τα πόδια του.
Εμφανίζεται συχνότερα όταν το άτομο είναι σε ακινησία ή κατά τη διάρκεια που πάει να
κοιμηθεί και προκαλεί αϋπνία και έντονο stress.
Παρά τα χαρακτηριστικά του συπτώματα, τις περισσότερες φορές δεν αξιολογείται σοβαρά από
ασθενείς και γιατρούς, παρόλο που στην εξέλιξή του μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά
προβληματα, σωματικά και ψυχολογικά.
Η συχνότητά του κυμαίνεται από 5-15% στον γενικό πληθυσμό και αφορά περισσότερο γυναίκες
σε αναλογία 2:1 με τους άνδρες. Μπορεί να εμφανισθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και σε
παιδιά, αλλά η συνηθισμένη ηλικία προσβολής είναι μεταξύ 30 και 50 ετών.
Υπάρχουν μελέτες που τονίζουν ότι το 40% περίπου των ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο
εμφάνισαν τα πρώτα συμπτώματα πριν από την ηλικία των 20 ετών.
Το αίτιο που το προκαλεί είναι ακόμη άγνωστο. Φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο κληρονομικό
υπόστρωμα, διότι αφενός έχουν βρεθεί πολλές οικογένειες που τα μέλη τους έχουν τάση
εμφάνισης του συνδρόμου και αφετέρου έχουν απομονωθεί κάποια χρωμοσώματα (12q, 14q, 9p
κα), που είναι κοινά στα άτομα που πάσχουν από αυτό.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν πρόβλημα στην ευαισθησία των
υποδοχέων ντοπαμίνης στο εγκέφαλο, οι οποίοι μάλλον ανεπαρκούν, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι
στα άτομα αυτά υπάρχει πρόβλημα διακίνησης της σεροτονίνης στο εγκεφαλικό στέλεχος.